- ἀρτιτέλεστος
- ἀρτι-τέλεστος, eben vollendet
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αρτιτέλεστος — ἀρτιτέλεστος, ον (Μ) αυτός που συντελέστηκε πρόσφατα, μόλις τώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τελεστός < τελώ] … Dictionary of Greek
ἀρτιτέλεστον — ἀρτιτέλεστος just completed masc/fem acc sg ἀρτιτέλεστος just completed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιτέλεστα — ἀρτιτέλεστος just completed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek